Η Κρήτη είναι το πέμπτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου, τόσο από άποψη έκτασης όσο και από άποψη πληθυσμού. Δεδομένης της έντονης μορφολογίας της, αποτελεί ένα μωσαϊκό διακριτών γεωγραφικών ενοτήτων, με σημαντικά διαφορετικές κλιματικές συνθήκες και, κατά συνέπεια, ενεργειακές ανάγκες. Ταυτόχρονα, συνδυάζει υψηλό αιολικό δυναμικό, ιδιαίτερα στις κορυφογραμμές των βουνών της, και υψηλή ηλιακή ακτινοβολία, όπως συνήθως συμβαίνει σε όλα τα νησιά του Αιγαίου.
Χάρη στο μεγάλο της μέγεθος, διαθέτει επίσης σημαντικά υψηλούς πόρους βιομάζας, που προέρχονται τόσο από την αγροτοκτηνοτροφική δραστηριότητα όσο και από τα αστικά οργανικά απόβλητα. Έχει υπολογιστεί, ότι με την εκμετάλλευση αυτών των πόρων βιομάζας, μπορεί να παραχθεί ετήσια θερμότητα 2,4 φορές υψηλότερη, από εκείνη που προέρχεται από το πετρέλαιο, για τη θέρμανση εσωτερικού χώρου στην Κρήτη, σε ετήσια βάση.
Παράλληλα, η γειτνίαση όλων των παραθαλάσσιων οικισμών με τη θάλασσα, όπου και το κύριο μέρος των τουριστικών δραστηριοτήτων, απαιτεί αυξημένες ενεργειακές ανάγκες, γεγονός που δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την εγκατάσταση μονάδων γεωεναλλαγής ανοιχτού βρόχου, ειδικά για την ψύξη των εσωτερικών χώρων.
Έτσι, η αποτελεσματική και ορθολογική ενεργειακή μετάβαση στην Κρήτη, με στόχο την πλήρη ενεργειακή της ανεξαρτησία, θα πρέπει να βασίζεται στην ανάπτυξη ενός συμπλέγματος ενεργειακών έργων, που θα ανήκουν στις τοπικές κοινωνίες (κοινοτική ενέργεια) και θα αξιοποιούν πολλαπλές πηγές ανανεώσιμης ενέργειας (ηλιακή και αιολική ενέργεια, γεωθερμία, βιομάζα, βιοαέριο, υδρογόνο)
Δεδομένου του μεγέθους της, των υψηλών απαιτήσεων σε ενέργεια και των διαφορετικών κλιματολογικών συνθηκών που επικρατούν σε παράκτιες, ορεινές και πεδινές περιοχές, η Κρήτη, χαρακτηρίζεται ως ιδανικό πεδίο για την υλοποίηση καινοτόμων πρωτοβουλιών ενεργειακής μετάβασης, όπως είναι η Κοιλάδα Ανανεώσιμης Ενέργειας (Renewable Energy Valley) που πρόκειται να αναπτυχθεί στο πλαίσιο του έργου “Crete Valley”.
Στόχος του έργου είναι η αύξηση της παραγωγής πράσινης ενέργειας, η διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού και η μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, συμβάλλοντας έτσι στην πράσινη μετάβαση του νησιού. Η ενεργειακή κοιλάδα που θα αναπτυχθεί στο “Crete Valley”, μπορεί να θεωρηθεί ως ένα αποκεντρωμένο σύστημα έργων αξιοποίησης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που θα βοηθήσει την Κρήτη να επιτύχει υψηλότερη ενεργειακή αυτονομία, ασφαλέστερο εφοδιασμό και χαμηλότερο ενεργειακό κόστος.
Πέρα από τα βασικά έργα παραγωγής και εξοικονόμησης ενέργειας, η Κρητική Κοιλάδα Ανανεώσιμης Ενέργειας θα ενσωματώσει απρόσκοπτα καινοτόμα συστήματα Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών, ανοιχτές ψηφιακές λύσεις, διαδικασίες κοινωνικής καινοτομίας και ισχυρά επιχειρηματικά μοντέλα.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό του έργου, είναι η έμφαση που δίνει στη συμμετοχή του τοπικού πληθυσμού. Το έργο θεωρεί ότι οι τοπικές κοινωνίες θα πρέπει να συμμετέχουν ενεργά σε έργα ενεργειακής μετάβασης, ως ένας τρόπος για την επίτευξη τόσο της ενεργειακής ανεξαρτησίας όσο και της ενεργειακής δημοκρατίας.
Στην κοινοπραξία του έργου συμμετέχουν 41 εταίροι από όλη την Ευρώπη, με συντονιστή το Ινστιτούτο Επικοινωνιών & Συστημάτων Υπολογιστών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ICCS). Η Μινώα Ενεργειακή, ως βασικός ωφελούμενος του έργου, συμμετέχει στην υλοποίηση τεσσάρων κοινοτικών ενεργειακών εργαστηρίων, που βρίσκονται σε ισάριθμες τοποθεσίες στην Κρήτη: στην Άρβη, στο Οροπέδιο Λασιθίου, στο Αρκαλοχώρι και στον Αθερινόλακκο. Σε κάθε περιοχή αξιοποιείται διαφορετικό μείγμα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ηλιακή, αιολική, γεωθερμία, βιομάζα, βιοαέριο/βιομεθάνιο και υδρογόνο), ανάλογα με τις ειδικές γεωγραφικές και κλιματικές συνθήκες καθεμιάς, για την κάλυψη των ετήσιων αναγκών σε ενέργεια. Οι τοπικές κοινότητες που θα ωφεληθούν από την παραγωγή και την αποθήκευση της παραγόμενης ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας, θα περιλαμβάνουν περίπου 150 εμπορικές και βιομηχανικές υποδομές και 175 νοικοκυριά.